πλήσιος

πλήσιος
πλήσι-ος, α, ον, [dialect] Boeot. [full] πλᾱτίος Rev.Ét.Gr.10.29 ([place name] Thespiae): ([etym.] πέλας, πελάζω):—
A near, close to, c. gen., πλησίοι ἀλλήλων v.l. in Il.6.249;

πλησίαι ἀλλήλων Od.5.71

.
2 c. dat.,

πλησίοι ἀλλήλοισι Il.23.732

, cf. Od.2.149
, S.Ant. 761.
3 abs., near, neighbouring,

πλησίαι αἵ γ' ἥσθην Il.4.21

; dub.l. in A.Eu.195;

οἱ π. γύαι S.OC58

;

τῶν πλησίων ἱερῶν OGI736.5

([place name] Egypt): Subst., neighbour,

ἰδὼν ἐς π. ἄλλον Il.2.271

, etc.;

οἱ π. Hdt. 7.152

, Ar.Lys.471, etc.
II Adv. πλησίον, [dialect] Aeol. [full] πλάσιον [ᾱ] Sapph.2.3, Supp.6.1; [dialect] Dor. [full] πλᾱτίον: = πέλας, near, hard by, c. gen.,

τὰ μὲν κατέθεντ' ἐπὶ γαίῃ π. ἀλλήλων Il.3.115

, cf. Od.14.14
;

Σωφροσύνας πλατίον οἰκεῖ Epich.101

, cf. IG42(1).123.15 (Epid., iv B. C.);

κεῖται στενωποῦ π. A.Pr.366

;

στῆθι π. πατρός S.Tr.1076

;

στρατοπεδεύεσθαι π. τινῶν Hdt.4.111

;

ὁρῶ δέ σ' ἤδη τοῦδε π. κακοῦ E.Hipp.1439

;

π. παρῆσθα κινδύνων ἐμοί Id.Or.1159

: c. dat.,

σταθεῖσα τῷ τεκόντι π. Id.IA1551

;

τοῖς πολεμίοις π. προσέρχομαι Plu.2.234d

.
2 with the Art., ὁ πλησίον (sc. ὤν) one's neighbour, Thgn.221, 611, E.Hec.996 (pl.), Antipho Soph.58, Arist.Pol.1267a25, etc.;

ὁ π. καὶ ὁ γείτων Pl. Tht.174b

;

τοὺς μάλιστα π. ἑαυτῶν Id.Ap.25d

; [dialect] Dor.,

ὁ πλατίον Theoc. 5.28

, 10.3: with Substs.,

ταῖς π. κλίναις Pl.Prt.315d

; ὁ π. παράδεισος, αἱ π. κῶμαι, etc., X.An.2.4.16, 3.4.9, etc.
III [comp] Sup. -αίτατος ib.1.10.5, 7.3.29. [comp] Comp. Adv.

-αιτέρω Hdt.4.112

;

-αίτερον X.Mem.2.1.23

: [comp] Sup.

-αίτατα Id.Vect.4.46

: later [comp] Comp.

-έστερος Simp. in Cael. 441.14

. Adv.

-έστερον LXX 4 Ma.12.3

, Them.Or.1.12a.—The Adj. is poet. and [dialect] Ion.; in [dialect] Att. Prose only the Adv. is found.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλησίος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήσιος — near masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαρτύρησε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (305) μαζί με τους Αγάπιο, Αλέξανδρο, Τιμόλαο, Διονύσιο και Ρωμύλο. Η μνήμη τους τιμάται στις 15 Μαρτίου. * * * ία, ίον και δωρ. τ. πλάσιος,… …   Dictionary of Greek

  • πλησίως — πλήσιος near adverbial πλήσιος near masc acc pl (doric) πλησίος adverbial πλησίος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιαιτέρω — πλησίος comp πλησίος masc/neut nom/voc/acc dual πλησίος masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιώτερον — πλήσιος near adverbial comp πλήσιος near masc acc comp sg πλήσιος near neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήσιον — πλήσιος near masc acc sg πλήσιος near neut nom/voc/acc sg πλησίος indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιαιτέρων — πλησίος fem gen pl πλησίος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιαιτέρως — πλησίος adverbial πλησίος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιαίτατον — πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιαίτερον — πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”